- αγνώς
- ἀγνώς (-ῶτος), ο, η (Α)1. (κυρίως για πρόσωπα) άγνωστος2. (για πράγματα) σκοτεινός, ασαφής, ακατάληπτος3. άσημος, αφανής4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που δεν γνωρίζει, που αγνοεί κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + γνῶναι].
Dictionary of Greek. 2013.